Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἄνιος
ἁνίοχος
ἀνιππεύω
ἀνιππία
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἀνισάζω
ἀνισάκις
ἀνισάριθμος
ἀνισάριον
ἀνισασμός
ἀνισᾶτον
ἀνισεπίπεδος
ἀνισήλικος
ἀνισίτης
ἀνισοβαρής
ἀνισογώνιος
ἀνισοδιάστατος
ἀνισόδρομος
ἀνισοδύναμος
View word page
ἀνισάριον
aniseed
ShortDef
aniseed
Debugging
Headword:
ἀνισάριον
Headword (normalized):
ἀνισάριον
Headword (normalized/stripped):
ανισαριον
IDX:
7852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7853
Key:
Data
{'content': 'aniseed'}