Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
View word page
ἀγροικηρός
boorish

ShortDef

boorish

Debugging

Headword:
ἀγροικηρός
Headword (normalized):
ἀγροικηρός
Headword (normalized/stripped):
αγροικηρος
IDX:
784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-785
Key:

Data

{'content': 'boorish'}