Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥοιζέω
ῥοιζηδά
ῥοιζήεις
ῥοίζημα
ῥοίζησις
ῥοιζήτωρ
ῥοῖζος
ῥοΐζω
ῥοιζώδης
ῥοικοειδής
ῥοικός
ῥοϊκός
ῥόϊνος
ῥοΐσκος
ῥοΐσκος2
Ῥοίτειον
ῥοΐτης
ῥοιώδης
ῥομβέω
ῥομβηδόν
ῥομβητής
View word page
ῥοικός
crooked
ShortDef
crooked
Debugging
Headword:
ῥοικός
Headword (normalized):
ῥοικός
Headword (normalized/stripped):
ροικος
IDX:
78498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78499
Key:
Data
{'content': 'crooked'}