Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥοΐδιον
ῥοιζέω
ῥοιζηδά
ῥοιζήεις
ῥοίζημα
ῥοίζησις
ῥοιζήτωρ
ῥοῖζος
ῥοΐζω
ῥοιζώδης
ῥοικοειδής
ῥοικός
ῥοϊκός
ῥόϊνος
ῥοΐσκος
ῥοΐσκος2
Ῥοίτειον
ῥοΐτης
ῥοιώδης
ῥομβέω
ῥομβηδόν
View word page
ῥοικοειδής
crooked-looking

ShortDef

crooked-looking

Debugging

Headword:
ῥοικοειδής
Headword (normalized):
ῥοικοειδής
Headword (normalized/stripped):
ροικοειδης
IDX:
78497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78498
Key:

Data

{'content': 'crooked-looking'}