Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥοιά
ῥοιάς
ῥοιβδέω
ῥοίβδημα
ῥοίβδησις
ῥοῖβδος
ῥοιδάριον
ῥοΐδιον
ῥοιζέω
ῥοιζηδά
ῥοιζήεις
ῥοίζημα
ῥοίζησις
ῥοιζήτωρ
ῥοῖζος
ῥοΐζω
ῥοιζώδης
ῥοικοειδής
ῥοικός
ῥοϊκός
ῥόϊνος
View word page
ῥοιζήεις
whizzing, rushing
ShortDef
whizzing, rushing
Debugging
Headword:
ῥοιζήεις
Headword (normalized):
ῥοιζήεις
Headword (normalized/stripped):
ροιζηεις
IDX:
78490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78491
Key:
Data
{'content': 'whizzing, rushing'}