Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνίλλω
ἀνιλυσπάομαι
ἀνιμάω
ἀνίμησις
Ἄνιος
ἁνίοχος
ἀνιππεύω
ἀνιππία
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἀνισάζω
ἀνισάκις
ἀνισάριθμος
ἀνισάριον
ἀνισασμός
ἀνισᾶτον
ἀνισεπίπεδος
ἀνισήλικος
ἀνισίτης
ἀνισοβαρής
View word page
ἄνιπτος
unwashen
ShortDef
unwashen
Debugging
Headword:
ἄνιπτος
Headword (normalized):
ἄνιπτος
Headword (normalized/stripped):
ανιπτος
IDX:
7848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7849
Key:
Data
{'content': 'unwashen'}