Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥοδοφόρος
ῥοδόφυλλον
ῥοδόχροος
ῥοδών
ῥοδωνιά
Ῥοδῶπις
ῥοδωπός
ῥοδωτός
ῥοείδιον
ῥόζω
ῥοή
ῥοητόκος
ῥοθέω
ῥόθια
ῥοθιάζω
ῥοθιάς
ῥόθιος
ῥοθιότης
ῥόθος
ῥοία
ῥοιά
View word page
ῥοή
a river, stream, flood
ShortDef
a river, stream, flood
Debugging
Headword:
ῥοή
Headword (normalized):
ῥοή
Headword (normalized/stripped):
ροη
IDX:
78470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78471
Key:
Data
{'content': 'a river, stream, flood'}