Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥοδόσφυρος
ῥοδουντία
ῥοδοφόρος
ῥοδόφυλλον
ῥοδόχροος
ῥοδών
ῥοδωνιά
Ῥοδῶπις
ῥοδωπός
ῥοδωτός
ῥοείδιον
ῥόζω
ῥοή
ῥοητόκος
ῥοθέω
ῥόθια
ῥοθιάζω
ῥοθιάς
ῥόθιος
ῥοθιότης
ῥόθος
View word page
ῥοείδιον
conduit

ShortDef

conduit

Debugging

Headword:
ῥοείδιον
Headword (normalized):
ῥοείδιον
Headword (normalized/stripped):
ροειδιον
IDX:
78468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78469
Key:

Data

{'content': 'conduit'}