Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥοδόπυγος
ῥοδοπώλης
Ῥόδος
ῥοδόσταγμα
ῥοδόστερνος
ῥοδοστεφής
ῥοδόσφυρος
ῥοδουντία
ῥοδοφόρος
ῥοδόφυλλον
ῥοδόχροος
ῥοδών
ῥοδωνιά
Ῥοδῶπις
ῥοδωπός
ῥοδωτός
ῥοείδιον
ῥόζω
ῥοή
ῥοητόκος
ῥοθέω
View word page
ῥοδόχροος
rose-coloured
ShortDef
rose-coloured
Debugging
Headword:
ῥοδόχροος
Headword (normalized):
ῥοδόχροος
Headword (normalized/stripped):
ροδοχροος
IDX:
78462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78463
Key:
Data
{'content': 'rose-coloured'}