Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ῥοδόπη
ῥοδόπηχυς
ῥοδοπιτυΐνη
ῥοδόπνοος
ῥοδόπυγος
ῥοδοπώλης
Ῥόδος
ῥοδόσταγμα
ῥοδόστερνος
ῥοδοστεφής
ῥοδόσφυρος
ῥοδουντία
ῥοδοφόρος
ῥοδόφυλλον
ῥοδόχροος
ῥοδών
ῥοδωνιά
Ῥοδῶπις
ῥοδωπός
ῥοδωτός
ῥοείδιον
View word page
ῥοδόσφυρος
rosy-ankled
ShortDef
rosy-ankled
Debugging
Headword:
ῥοδόσφυρος
Headword (normalized):
ῥοδόσφυρος
Headword (normalized/stripped):
ροδοσφυρος
IDX:
78458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78459
Key:
Data
{'content': 'rosy-ankled'}