Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥοδόκολπος
ῥοδόμελι
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπαχυς
ῥοδόπεπλος
Ῥοδόπη
ῥοδόπηχυς
ῥοδοπιτυΐνη
ῥοδόπνοος
ῥοδόπυγος
ῥοδοπώλης
Ῥόδος
ῥοδόσταγμα
ῥοδόστερνος
ῥοδοστεφής
ῥοδόσφυρος
ῥοδουντία
ῥοδοφόρος
ῥοδόφυλλον
ῥοδόχροος
View word page
ῥοδόπυγος
rosy-rumped

ShortDef

rosy-rumped

Debugging

Headword:
ῥοδόπυγος
Headword (normalized):
ῥοδόπυγος
Headword (normalized/stripped):
ροδοπυγος
IDX:
78452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78453
Key:

Data

{'content': 'rosy-rumped'}