Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥοδοδάκτυλος
ῥοδοδάφνη
ῥοδοειδής
ῥοδόεις
ῥοδόκολπος
ῥοδόμελι
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπαχυς
ῥοδόπεπλος
Ῥοδόπη
ῥοδόπηχυς
ῥοδοπιτυΐνη
ῥοδόπνοος
ῥοδόπυγος
ῥοδοπώλης
Ῥόδος
ῥοδόσταγμα
ῥοδόστερνος
ῥοδοστεφής
ῥοδόσφυρος
View word page
Ῥοδόπη
Rhodope

ShortDef

Rhodope

Debugging

Headword:
Ῥοδόπη
Headword (normalized):
ῥοδόπη
Headword (normalized/stripped):
ροδοπη
IDX:
78448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78449
Key:

Data

{'content': 'Rhodope'}