Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥοδίτης
ῥοδοβαφής
ῥοδοδάκτυλος
ῥοδοδάφνη
ῥοδοειδής
ῥοδόεις
ῥοδόκολπος
ῥοδόμελι
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπαχυς
ῥοδόπεπλος
Ῥοδόπη
ῥοδόπηχυς
ῥοδοπιτυΐνη
ῥοδόπνοος
ῥοδόπυγος
ῥοδοπώλης
Ῥόδος
ῥοδόσταγμα
ῥοδόστερνος
View word page
ῥοδόπαχυς
rosy-armed

ShortDef

rosy-armed

Debugging

Headword:
ῥοδόπαχυς
Headword (normalized):
ῥοδόπαχυς
Headword (normalized/stripped):
ροδοπαχυς
IDX:
78446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78447
Key:

Data

{'content': 'rosy-armed'}