Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ῥόδιος
Ῥοδίος
ῥοδίς
ῥοδισμός
ῥοδίτης
ῥοδοβαφής
ῥοδοδάκτυλος
ῥοδοδάφνη
ῥοδοειδής
ῥοδόεις
ῥοδόκολπος
ῥοδόμελι
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπαχυς
ῥοδόπεπλος
Ῥοδόπη
ῥοδόπηχυς
ῥοδοπιτυΐνη
ῥοδόπνοος
ῥοδόπυγος
View word page
ῥοδόκολπος
rosy-bosomed
ShortDef
rosy-bosomed
Debugging
Headword:
ῥοδόκολπος
Headword (normalized):
ῥοδόκολπος
Headword (normalized/stripped):
ροδοκολπος
IDX:
78442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78443
Key:
Data
{'content': 'rosy-bosomed'}