Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥοδίζω
ῥοδινοπορφυροῦς
ῥόδινος
Ῥόδιος
Ῥοδίος
ῥοδίς
ῥοδισμός
ῥοδίτης
ῥοδοβαφής
ῥοδοδάκτυλος
ῥοδοδάφνη
ῥοδοειδής
ῥοδόεις
ῥοδόκολπος
ῥοδόμελι
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπαχυς
ῥοδόπεπλος
Ῥοδόπη
ῥοδόπηχυς
View word page
ῥοδοδάφνη
rose-laurel

ShortDef

rose-laurel

Debugging

Headword:
ῥοδοδάφνη
Headword (normalized):
ῥοδοδάφνη
Headword (normalized/stripped):
ροδοδαφνη
IDX:
78439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78440
Key:

Data

{'content': 'rose-laurel'}