Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ῥοδιακός
ῥοδίζω
ῥοδινοπορφυροῦς
ῥόδινος
Ῥόδιος
Ῥοδίος
ῥοδίς
ῥοδισμός
ῥοδίτης
ῥοδοβαφής
ῥοδοδάκτυλος
ῥοδοδάφνη
ῥοδοειδής
ῥοδόεις
ῥοδόκολπος
ῥοδόμελι
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπαχυς
ῥοδόπεπλος
Ῥοδόπη
View word page
ῥοδοδάκτυλος
rosy-fingered

ShortDef

rosy-fingered

Debugging

Headword:
ῥοδοδάκτυλος
Headword (normalized):
ῥοδοδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
ροδοδακτυλος
IDX:
78438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78439
Key:

Data

{'content': 'rosy-fingered'}