Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥοδάνη
ῥοδανιστήριον
ῥοδανός
Ῥόδεια
ῥόδεος
ῥοδεών
ῥοδῆ
Ῥόδιαι
Ῥοδιακός
ῥοδίζω
ῥοδινοπορφυροῦς
ῥόδινος
Ῥόδιος
Ῥοδίος
ῥοδίς
ῥοδισμός
ῥοδίτης
ῥοδοβαφής
ῥοδοδάκτυλος
ῥοδοδάφνη
ῥοδοειδής
View word page
ῥοδινοπορφυροῦς
rose-purple

ShortDef

rose-purple

Debugging

Headword:
ῥοδινοπορφυροῦς
Headword (normalized):
ῥοδινοπορφυροῦς
Headword (normalized/stripped):
ροδινοπορφυρους
IDX:
78430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78431
Key:

Data

{'content': 'rose-purple'}