Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥόα
ῥοά
ῥοάς
ῥόβα
ῥογεύς
ῥογίον
ῥογός
ῥογχάζω
ῥογχαλίζω
ῥογχαστής
ῥοδάκανθα
ῥοδάκινον
ῥοδάνη
ῥοδανιστήριον
ῥοδανός
Ῥόδεια
ῥόδεος
ῥοδεών
ῥοδῆ
Ῥόδιαι
Ῥοδιακός
View word page
ῥοδάκανθα
wild rose

ShortDef

wild rose

Debugging

Headword:
ῥοδάκανθα
Headword (normalized):
ῥοδάκανθα
Headword (normalized/stripped):
ροδακανθα
IDX:
78418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78419
Key:

Data

{'content': 'wild rose'}