Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιψόφθαλμος
ρξʹ
ρξεʹ
ῥόα
ῥοά
ῥοάς
ῥόβα
ῥογεύς
ῥογίον
ῥογός
ῥογχάζω
ῥογχαλίζω
ῥογχαστής
ῥοδάκανθα
ῥοδάκινον
ῥοδάνη
ῥοδανιστήριον
ῥοδανός
Ῥόδεια
ῥόδεος
ῥοδεών
View word page
ῥογχάζω
runcino
ShortDef
runcino
Debugging
Headword:
ῥογχάζω
Headword (normalized):
ῥογχάζω
Headword (normalized/stripped):
ρογχαζω
IDX:
78415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78416
Key:
Data
{'content': 'runcino'}