Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥισῆς
ῥίσκος
ῥισκοφυλάκιον
ῥισκοφύλαξ
ῥίψ
ῥιψασπία
ῥίψασπις
ῥιψαύχην
ῥῖψις
ῥιψοκινδυνευσία
ῥιψοκινδυνέω
ῥιψοκίνδυνος
ῥιψολογέω
ῥίψοπλος
ῥιψόφθαλμος
ρξʹ
ρξεʹ
ῥόα
ῥοά
ῥοάς
ῥόβα
View word page
ῥιψοκινδυνέω
to be fool-hardy

ShortDef

to be fool-hardy

Debugging

Headword:
ῥιψοκινδυνέω
Headword (normalized):
ῥιψοκινδυνέω
Headword (normalized/stripped):
ριψοκινδυνεω
IDX:
78401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78402
Key:

Data

{'content': 'to be fool-hardy'}