Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνῖκία
ἀνικμάζω
ἀνίκμαντος
ἀνικμάω
ἄνικμος
ἀνίκω
ἀνίλαστος
ἀνίλεως
ἀνίλλω
ἀνιλυσπάομαι
ἀνιμάω
ἀνίμησις
Ἄνιος
ἁνίοχος
ἀνιππεύω
ἀνιππία
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
View word page
ἀνίλλω
shrink back
ShortDef
shrink back
Debugging
Headword:
ἀνίλλω
Headword (normalized):
ἀνίλλω
Headword (normalized/stripped):
ανιλλω
IDX:
7838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7839
Key:
Data
{'content': 'shrink back'}