Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ῥῖπαι
ῥιπάριος
ῥιπή
ῥιπίδιον
ῥιπίζω
ῥιπίς
ῥίπισις
ῥίπισμα
ῥιπισμός
ῥιπιστής
ῥιπιστός
ῥῖπος
ῥιπτάζω
ῥιπτασμός
ῥιπταστικός
ῥιπτικός
ῥιπτός
ῥίπτω
ῥίς
ῥισῆς
ῥίσκος
View word page
ῥιπιστός
ventilated, airy

ShortDef

ventilated, airy

Debugging

Headword:
ῥιπιστός
Headword (normalized):
ῥιπιστός
Headword (normalized/stripped):
ριπιστος
IDX:
78382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78383
Key:

Data

{'content': 'ventilated, airy'}