Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥινουλκέω
ῥινοῦχος
ῥινώλεθρος
ῥίον
Ῥίον
ῥιπά
Ῥῖπαι
ῥιπάριος
ῥιπή
ῥιπίδιον
ῥιπίζω
ῥιπίς
ῥίπισις
ῥίπισμα
ῥιπισμός
ῥιπιστής
ῥιπιστός
ῥῖπος
ῥιπτάζω
ῥιπτασμός
ῥιπταστικός
View word page
ῥιπίζω
to fan
ShortDef
to fan
Debugging
Headword:
ῥιπίζω
Headword (normalized):
ῥιπίζω
Headword (normalized/stripped):
ριπιζω
IDX:
78376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78377
Key:
Data
{'content': 'to fan'}