Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥινοκολούστης
ῥινοκοπέω
ῥινολαβίς
ῥινόν
ῥινοπύλη
ῥινός
ῥινόσιμος
ῥινοτόμος
ῥινοτορίνιον
ῥινοτόρος
ῥινουλκέω
ῥινοῦχος
ῥινώλεθρος
ῥίον
Ῥίον
ῥιπά
Ῥῖπαι
ῥιπάριος
ῥιπή
ῥιπίδιον
ῥιπίζω
View word page
ῥινουλκέω
inhale
ShortDef
inhale
Debugging
Headword:
ῥινουλκέω
Headword (normalized):
ῥινουλκέω
Headword (normalized/stripped):
ρινουλκεω
IDX:
78366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78367
Key:
Data
{'content': 'inhale'}