Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥινόκερως
ῥινοκόλλητος
ῥινοκολοῦρος
ῥινοκολούστης
ῥινοκοπέω
ῥινολαβίς
ῥινόν
ῥινοπύλη
ῥινός
ῥινόσιμος
ῥινοτόμος
ῥινοτορίνιον
ῥινοτόρος
ῥινουλκέω
ῥινοῦχος
ῥινώλεθρος
ῥίον
Ῥίον
ῥιπά
Ῥῖπαι
ῥιπάριος
View word page
ῥινοτόμος
piercing shields
ShortDef
piercing shields
Debugging
Headword:
ῥινοτόμος
Headword (normalized):
ῥινοτόμος
Headword (normalized/stripped):
ρινοτομος
IDX:
78363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78364
Key:
Data
{'content': 'piercing shields'}