Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥινίζω
ῥινίον
ῥινόβατος
ῥινόβολος
ῥινοβόλος
ῥινοδέψης
ῥινόκερως
ῥινοκόλλητος
ῥινοκολοῦρος
ῥινοκολούστης
ῥινοκοπέω
ῥινολαβίς
ῥινόν
ῥινοπύλη
ῥινός
ῥινόσιμος
ῥινοτόμος
ῥινοτορίνιον
ῥινοτόρος
ῥινουλκέω
ῥινοῦχος
View word page
ῥινοκοπέω
cut off the nose
ShortDef
cut off the nose
Debugging
Headword:
ῥινοκοπέω
Headword (normalized):
ῥινοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ρινοκοπεω
IDX:
78357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78358
Key:
Data
{'content': 'cut off the nose'}