Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥινηλάτης
ῥινήλατος
ῥίνημα
ῥίνησις
ῥινητής
ῥινίζω
ῥινίον
ῥινόβατος
ῥινόβολος
ῥινοβόλος
ῥινοδέψης
ῥινόκερως
ῥινοκόλλητος
ῥινοκολοῦρος
ῥινοκολούστης
ῥινοκοπέω
ῥινολαβίς
ῥινόν
ῥινοπύλη
ῥινός
ῥινόσιμος
View word page
ῥινοδέψης
leather-dresser
ShortDef
leather-dresser
Debugging
Headword:
ῥινοδέψης
Headword (normalized):
ῥινοδέψης
Headword (normalized/stripped):
ρινοδεψης
IDX:
78352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78353
Key:
Data
{'content': 'leather-dresser'}