Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥινηλατέω
ῥινηλάτης
ῥινήλατος
ῥίνημα
ῥίνησις
ῥινητής
ῥινίζω
ῥινίον
ῥινόβατος
ῥινόβολος
ῥινοβόλος
ῥινοδέψης
ῥινόκερως
ῥινοκόλλητος
ῥινοκολοῦρος
ῥινοκολούστης
ῥινοκοπέω
ῥινολαβίς
ῥινόν
ῥινοπύλη
ῥινός
View word page
ῥινοβόλος
striking the nose

ShortDef

striking the nose

Debugging

Headword:
ῥινοβόλος
Headword (normalized):
ῥινοβόλος
Headword (normalized/stripped):
ρινοβολος
IDX:
78351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78352
Key:

Data

{'content': 'striking the nose'}