Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥινάριον
ῥιναυλέω
ῥινάω
ῥινάω2
ῥινεγκαταπηξιγένειος
ῥινεγχυτέω
ῥινεγχύτης
ῥινέγχυτον
ῥινέγχυτος
ῥίνη
ῥινηλασία
ῥινηλατέω
ῥινηλάτης
ῥινήλατος
ῥίνημα
View word page
ῥινεγκαταπηξιγένειος
with a nose reaching to the chin
ShortDef
with a nose reaching to the chin
Debugging
Headword:
ῥινεγκαταπηξιγένειος
Headword (normalized):
ῥινεγκαταπηξιγένειος
Headword (normalized/stripped):
ρινεγκαταπηξιγενειος
IDX:
78334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78335
Key:
Data
{'content': 'with a nose reaching to the chin'}