Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥινάριον
ῥιναυλέω
ῥινάω
ῥινάω2
ῥινεγκαταπηξιγένειος
ῥινεγχυτέω
ῥινεγχύτης
ῥινέγχυτον
ῥινέγχυτος
ῥίνη
ῥινηλασία
ῥινηλατέω
View word page
ῥιναυλέω
blow through the nose, snort
ShortDef
blow through the nose, snort
Debugging
Headword:
ῥιναυλέω
Headword (normalized):
ῥιναυλέω
Headword (normalized/stripped):
ριναυλεω
IDX:
78331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78332
Key:
Data
{'content': 'blow through the nose, snort'}