Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥινάριον
ῥιναυλέω
ῥινάω
ῥινάω2
ῥινεγκαταπηξιγένειος
ῥινεγχυτέω
ῥινεγχύτης
ῥινέγχυτον
View word page
ῥίμφα
lightly, swiftly, fleetly
ShortDef
lightly, swiftly, fleetly
Debugging
Headword:
ῥίμφα
Headword (normalized):
ῥίμφα
Headword (normalized/stripped):
ριμφα
IDX:
78327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78328
Key:
Data
{'content': 'lightly, swiftly, fleetly'}