Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥινάριον
ῥιναυλέω
ῥινάω
ῥινάω2
ῥινεγκαταπηξιγένειος
ῥινεγχυτέω
View word page
ῥίκνωσις
shrivelling
ShortDef
shrivelling
Debugging
Headword:
ῥίκνωσις
Headword (normalized):
ῥίκνωσις
Headword (normalized/stripped):
ρικνωσις
IDX:
78325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78326
Key:
Data
{'content': 'shrivelling'}