Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥινάριον
ῥιναυλέω
ῥινάω
ῥινάω2
ῥινεγκαταπηξιγένειος
View word page
ῥικνώδης
shrivelled-looking

ShortDef

shrivelled-looking

Debugging

Headword:
ῥικνώδης
Headword (normalized):
ῥικνώδης
Headword (normalized/stripped):
ρικνωδης
IDX:
78324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78325
Key:

Data

{'content': 'shrivelled-looking'}