Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥινάριον
ῥιναυλέω
ῥινάω
ῥινάω2
View word page
ῥικνοφυής
shrivelled
ShortDef
shrivelled
Debugging
Headword:
ῥικνοφυής
Headword (normalized):
ῥικνοφυής
Headword (normalized/stripped):
ρικνοφυης
IDX:
78323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78324
Key:
Data
{'content': 'shrivelled'}