Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥινάριον
ῥιναυλέω
ῥινάω
View word page
ῥικνότης
shrivelledness

ShortDef

shrivelledness

Debugging

Headword:
ῥικνότης
Headword (normalized):
ῥικνότης
Headword (normalized/stripped):
ρικνοτης
IDX:
78322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78323
Key:

Data

{'content': 'shrivelledness'}