Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥινάριον
View word page
ῥικνόομαι
grow stiff

ShortDef

grow stiff

Debugging

Headword:
ῥικνόομαι
Headword (normalized):
ῥικνόομαι
Headword (normalized/stripped):
ρικνοομαι
IDX:
78320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78321
Key:

Data

{'content': 'grow stiff'}