Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
ῥίμφα
ῥιμφαλέος
View word page
ῥιζωρύχος
root-grubbing
ShortDef
root-grubbing
Debugging
Headword:
ῥιζωρύχος
Headword (normalized):
ῥιζωρύχος
Headword (normalized/stripped):
ριζωρυχος
IDX:
78318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78319
Key:
Data
{'content': 'root-grubbing'}