Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥῖμμα
View word page
ῥιζωνυχία
root of the nail

ShortDef

root of the nail

Debugging

Headword:
ῥιζωνυχία
Headword (normalized):
ῥιζωνυχία
Headword (normalized/stripped):
ριζωνυχια
IDX:
78316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78317
Key:

Data

{'content': 'root of the nail'}