Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
View word page
ῥίζωμα
a root
ShortDef
a root
Debugging
Headword:
ῥίζωμα
Headword (normalized):
ῥίζωμα
Headword (normalized/stripped):
ριζωμα
IDX:
78315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78316
Key:
Data
{'content': 'a root'}