Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
View word page
ῥιζώδης
like a root
ShortDef
like a root
Debugging
Headword:
ῥιζώδης
Headword (normalized):
ῥιζώδης
Headword (normalized/stripped):
ριζωδης
IDX:
78314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78315
Key:
Data
{'content': 'like a root'}