Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
View word page
ῥιζοφυής
putting out roots

ShortDef

putting out roots

Debugging

Headword:
ῥιζοφυής
Headword (normalized):
ῥιζοφυής
Headword (normalized/stripped):
ριζοφυης
IDX:
78309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78310
Key:

Data

{'content': 'putting out roots'}