Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
View word page
ῥιζοφυέω
put out roots

ShortDef

put out roots

Debugging

Headword:
ῥιζοφυέω
Headword (normalized):
ῥιζοφυέω
Headword (normalized/stripped):
ριζοφυεω
IDX:
78308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78309
Key:

Data

{'content': 'put out roots'}