Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
View word page
ῥιζοφόρος
bearing roots
ShortDef
bearing roots
Debugging
Headword:
ῥιζοφόρος
Headword (normalized):
ῥιζοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ριζοφορος
IDX:
78307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78308
Key:
Data
{'content': 'bearing roots'}