Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
View word page
ῥιζοφοίτητος
coming from a root

ShortDef

coming from a root

Debugging

Headword:
ῥιζοφοίτητος
Headword (normalized):
ῥιζοφοίτητος
Headword (normalized/stripped):
ριζοφοιτητος
IDX:
78306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78307
Key:

Data

{'content': 'coming from a root'}