Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
View word page
ῥιζοφάγος
eating roots

ShortDef

eating roots

Debugging

Headword:
ῥιζοφάγος
Headword (normalized):
ῥιζοφάγος
Headword (normalized/stripped):
ριζοφαγος
IDX:
78305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78306
Key:

Data

{'content': 'eating roots'}