Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
View word page
ῥιζοφαγέω
to eat roots

ShortDef

to eat roots

Debugging

Headword:
ῥιζοφαγέω
Headword (normalized):
ῥιζοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ριζοφαγεω
IDX:
78304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78305
Key:

Data

{'content': 'to eat roots'}