Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοκέφαλος
ῥιζολογέω
ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
View word page
ῥιζουχία
root, origin of a family

ShortDef

root, origin of a family

Debugging

Headword:
ῥιζουχία
Headword (normalized):
ῥιζουχία
Headword (normalized/stripped):
ριζουχια
IDX:
78302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78303
Key:

Data

{'content': 'root, origin of a family'}