Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοκέφαλος
ῥιζολογέω
ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
ῥιζοφυΐα
View word page
ῥιζοτόμος
one who cuts roots

ShortDef

one who cuts roots

Debugging

Headword:
ῥιζοτόμος
Headword (normalized):
ῥιζοτόμος
Headword (normalized/stripped):
ριζοτομος
IDX:
78300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78301
Key:

Data

{'content': 'one who cuts roots'}