Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοκέφαλος
ῥιζολογέω
ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
ῥιζοφυέω
ῥιζοφυής
View word page
ῥιζοτομικός
of or for the cutting and gathering of roots

ShortDef

of or for the cutting and gathering of roots

Debugging

Headword:
ῥιζοτομικός
Headword (normalized):
ῥιζοτομικός
Headword (normalized/stripped):
ριζοτομικος
IDX:
78299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78300
Key:

Data

{'content': 'of or for the cutting and gathering of roots'}