Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνιέρωσις
ἀνιερωτέον
ἀνίη
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνίκατος
ἀνικεί
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνῖκία
ἀνικμάζω
ἀνίκμαντος
ἀνικμάω
ἄνικμος
ἀνίκω
ἀνίλαστος
ἀνίλεως
ἀνίλλω
ἀνιλυσπάομαι
View word page
ἀνίκητος
unconquered, unconquerable
ShortDef
unconquered, unconquerable
Debugging
Headword:
ἀνίκητος
Headword (normalized):
ἀνίκητος
Headword (normalized/stripped):
ανικητος
IDX:
7829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7830
Key:
Data
{'content': 'unconquered, unconquerable'}